διαμορφώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
διαμορφώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος διαμορφώνω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαμορφώνομαι | διαμορφωνόμουν(α) | θα διαμορφώνομαι | να διαμορφώνομαι | ||
| β' ενικ. | διαμορφώνεσαι | διαμορφωνόσουν(α) | θα διαμορφώνεσαι | να διαμορφώνεσαι | (διαμορφώνου) | |
| γ' ενικ. | διαμορφώνεται | διαμορφωνόταν(ε) | θα διαμορφώνεται | να διαμορφώνεται | ||
| α' πληθ. | διαμορφωνόμαστε | διαμορφωνόμαστε διαμορφωνόμασταν |
θα διαμορφωνόμαστε | να διαμορφωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | διαμορφώνεστε | διαμορφωνόσαστε διαμορφωνόσασταν |
θα διαμορφώνεστε | να διαμορφώνεστε | (διαμορφώνεστε) | |
| γ' πληθ. | διαμορφώνονται | διαμορφώνονταν διαμορφωνόντουσαν |
θα διαμορφώνονται | να διαμορφώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαμορφώθηκα | θα διαμορφωθώ | να διαμορφωθώ | διαμορφωθεί | ||
| β' ενικ. | διαμορφώθηκες | θα διαμορφωθείς | να διαμορφωθείς | διαμορφώσου | ||
| γ' ενικ. | διαμορφώθηκε | θα διαμορφωθεί | να διαμορφωθεί | |||
| α' πληθ. | διαμορφωθήκαμε | θα διαμορφωθούμε | να διαμορφωθούμε | |||
| β' πληθ. | διαμορφωθήκατε | θα διαμορφωθείτε | να διαμορφωθείτε | διαμορφωθείτε | ||
| γ' πληθ. | διαμορφώθηκαν διαμορφωθήκαν(ε) |
θα διαμορφωθούν(ε) | να διαμορφωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαμορφωθεί | είχα διαμορφωθεί | θα έχω διαμορφωθεί | να έχω διαμορφωθεί | διαμορφωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διαμορφωθεί | είχες διαμορφωθεί | θα έχεις διαμορφωθεί | να έχεις διαμορφωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαμορφωθεί | είχε διαμορφωθεί | θα έχει διαμορφωθεί | να έχει διαμορφωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαμορφωθεί | είχαμε διαμορφωθεί | θα έχουμε διαμορφωθεί | να έχουμε διαμορφωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαμορφωθεί | είχατε διαμορφωθεί | θα έχετε διαμορφωθεί | να έχετε διαμορφωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαμορφωθεί | είχαν διαμορφωθεί | θα έχουν διαμορφωθεί | να έχουν διαμορφωθεί | ||
Μεταφράσεις
διαμορφώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.