οδογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οδογράφος οι οδογράφοι
      γενική του οδογράφου των οδογράφων
    αιτιατική τον οδογράφο τους οδογράφους
     κλητική οδογράφε οδογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οδογράφος < οδός +γράφω

Ουσιαστικό

οδογράφος αρσενικό

  • όργανο που καταγράφει τις αποστάσεις που διανύονται

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.