οδήγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οδήγηση | οι | οδηγήσεις |
| γενική | της | οδήγησης* | των | οδηγήσεων |
| αιτιατική | την | οδήγηση | τις | οδηγήσεις |
| κλητική | οδήγηση | οδηγήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, οδηγήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οδήγηση < (ελληνιστική κοινή) ὁδήγησις < αρχαία ελληνική ὁδηγῶ < ὁδός + -ηγῶ < ἄγω
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈði.ʝi.si/
Ουσιαστικό
οδήγηση θηλυκό
- η ενέργεια του οδηγώ, το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες κάποιος ελέγχει και κατευθύνει την κίνηση επίγειου οχήματος (αυτοκινήτου, δικύκλου)
- στην Ελλάδα απαγορεύεται η οδήγηση αυτοκινήτου χωρίς αντίστοιχο δίπλωμα
- η οδήγηση μοτοσυκλέτας, τύπου στριτ, σε χαλικοστρωμένο δρόμο είναι εξαιρετικά επικίνδυνη
Εκφράσεις
- οδήγηση (στα) αριστερά/δεξιά: σε ποια πλευρά του δρόμου πρέπει να οδηγούν τα οχήματα οι οδηγοί όταν έρχεται άλλο από αντίθετη κατεύθυνση (σε δρόμους διπλής κατεύθυνσης)
- στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την Αγγλία, η οδήγηση γίνεται (στα) δεξιά
- στις 3 Σεπτεμβρίου του 1967 η Σουηδία άλλαξε την οδήγηση στα δεξιά
Πολυλεκτικοί όροι
- δίπλωμα οδήγησης, άδεια οδήγησης: επίσημο έγγραφο που επιτρέπει στον κάτοχό του να οδηγεί συγκεκριμένο τύπο οχήματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.