άνοδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άνοδος οι άνοδοι
      γενική της ανόδου των ανόδων
    αιτιατική την άνοδο τις ανόδους
     κλητική άνοδε
(άνοδο)
άνοδοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άνοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄνοδος[1] < ἀνά (άν-) + ὁδός
αναρρίχηση ιεραρχικά < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ascencion
αύξηση σε κλίμακα < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική montée
φυσική < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική anode < αρχαία ελληνική ἄνοδος

Ουσιαστικό

άνοδος θηλυκό

  1. ανέβασμα, ανύψωση, πορεία προς τα πάνω
    • Το ένα ρεύμα κυκλοφορίας ενός δρόμου διπλής κατεύθυνσης
  2. (μεταφορικά) μετάβαση σε ανώτερη βαθμίδα ιεραρχίας
     συνώνυμα: αναρρίχηση
     αντώνυμα: πτώση
  3. (για μεγέθη) η αύξηση σε κλίμακα
    η θερμοκρασία θα παρουσίασει άνοδο
  4. (μεταφορικά) η αύξηση της δύναμης, της επιρροής, της ακτινοβολίας ενός κράτους, ενός πολιτισμού, μιας ιδεολογίας κλπ
  5. (φυσική) θετικός πόλος του ηλεκτρικού ρεύματος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.