drum

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

drum < (αναδρομικός σχηματισμός) drumslade < μέση ολλανδική trommelslach < trommel + slach (χτυπώ)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
drum drums
  1. (μουσικό όργανο) το τύμπανο
    (πληθυντικός drums) τα ντραμς, drum kit

Παράγωγα

  • eardrum



Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

drum (bs)



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

drum (ro) ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.