οδόστρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οδόστρωμα τα οδοστρώματα
      γενική του οδοστρώματος των οδοστρωμάτων
    αιτιατική το οδόστρωμα τα οδοστρώματα
     κλητική οδόστρωμα οδοστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οδόστρωμα < οδο- (οδός) + στρώμα < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Strassenbelag

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈðo.stɾo.ma/

Ουσιαστικό

οδόστρωμα ουδέτερο

  • η επιφάνεια του δρόμου που στρώνεται με άσφαλτο ή τσιμέντο και πάνω της κινούνται τα οχήματα
    το νέο οδόστρωμα στη γειτονιά μας είναι πολύ ασφαλές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.