μέθοδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μέθοδος οι μέθοδοι (μέθοδες)
      γενική της μεθόδου των μεθόδων
    αιτιατική τη μέθοδο τις μεθόδους (μέθοδες)
     κλητική μέθοδε (μέθοδο) μέθοδοι (μέθοδες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέθοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέθοδος < μέθ- (< μετά-) + ὁδός

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈme.θo.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέθοδος

Ουσιαστικό

μέθοδος θηλυκό

  1. ορισμένη συστηματική προγραμματισμένη προσέγγιση προς κάποιο θέμα ή ενέργεια
    επιστημονική μέθοδος
    Ανακαλύφθηκε μια καινούργια μέθοδος για τη θεραπεία της νόσου.
  2. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) συνάρτηση που ορίζεται μέσα σε κλάση, η οποία εκτελείται εξωτερικά μέσω της επίκλησης της κλάσης (στατική μέθοδος) ή κάποιου αντικειμένου αυτής

Πολυλεκτικοί όροι

πληροφορική:

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
μεθοδ- 

 και δείτε τη λέξη οδός

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μέθοδος αἱ μέθοδοι
      γενική τῆς μεθόδου τῶν μεθόδων
      δοτική τῇ μεθόδ ταῖς μεθόδοις
    αιτιατική τὴν μέθοδον τὰς μεθόδους
     κλητική ! μέθοδε μέθοδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεθόδω
γεν-δοτ τοῖν  μεθόδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέθοδος < μέθ- (< μετα-) + ὁδός

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.