μέθοδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μέθοδος | οι | μέθοδοι (μέθοδες) |
| γενική | της | μεθόδου | των | μεθόδων |
| αιτιατική | τη | μέθοδο | τις | μεθόδους (μέθοδες) |
| κλητική | μέθοδε (μέθοδο) | μέθοδοι (μέθοδες) | ||
| Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μέθοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέθοδος < μέθ- (< μετά-) + ὁδός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.θo.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐θο‐δος
Ουσιαστικό
μέθοδος θηλυκό
- ορισμένη συστηματική προγραμματισμένη προσέγγιση προς κάποιο θέμα ή ενέργεια
- ↪ επιστημονική μέθοδος
- ↪ Ανακαλύφθηκε μια καινούργια μέθοδος για τη θεραπεία της νόσου.
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) συνάρτηση που ορίζεται μέσα σε κλάση, η οποία εκτελείται εξωτερικά μέσω της επίκλησης της κλάσης (στατική μέθοδος) ή κάποιου αντικειμένου αυτής
Πολυλεκτικοί όροι
πληροφορική:
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
μεθοδ-
μεθοδ-
- αμέθοδα (επίρρημα)
- αμεθόδευτα (επίρρημα)
- αμεθόδευτος
- αμεθοδεύτως (επίρρημα)
- αμεθοδία
- αμέθοδος
- αμεθόδως (επίρρημα)
- αντιμεθοδικά (επίρρημα)
- αντιμεθοδικός
- αντιμεθοδικώς (επίρρημα)
- αντιμεθοδολογικός
- ευμέθοδος
- μεθόδευμα
- μεθοδευμένος (μετοχή)
- μεθόδευση
- μεθοδεύσιμος
- μεθοδευτικός
- μεθοδεύω, μεθοδεύομαι
- μεθοδικά (επίρρημα)
- μεθοδικός
- μεθοδικότητα
- μεθοδικώς (επίρρημα)
- μεθοδισμός
- μεθοδιστής
- μεθοδίστρια
- μεθοδολογία
- μεθοδολογικά (επίρρημα)
- μεθοδολογικός
- μεθοδολογικώς (επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη οδός
- *μεθοδ* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
μέθοδος
πληροφορική
Πηγές
- μέθοδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μέθοδος | αἱ | μέθοδοι |
| γενική | τῆς | μεθόδου | τῶν | μεθόδων |
| δοτική | τῇ | μεθόδῳ | ταῖς | μεθόδοις |
| αιτιατική | τὴν | μέθοδον | τὰς | μεθόδους |
| κλητική ὦ! | μέθοδε | μέθοδοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεθόδω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μεθόδοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- μέθοδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέθοδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.