gata
Ισπανικά
(es)
Ουσιαστικό
gata
(es)
(
θηλαστικό ζώο
)
το θηλυκό της
γάτας
Πορτογαλικά
(pt)
Ουσιαστικό
gata
(pt)
(
θηλαστικό ζώο
)
το θηλυκό της
γάτας
Ρουμανικά
(ro)
Επίθετο
gata
(ro)
έτοιμος
Επίρρημα
gata
(ro)
έτοιμοι
!
OK
Σουηδικά
(sv)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
gata
(sv)
δρόμος
,
οδός
Συνώνυμα
väg
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.