gata

Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

gata (es)

  • (θηλαστικό ζώο) το θηλυκό της γάτας



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

gata (pt)

  • (θηλαστικό ζώο) το θηλυκό της γάτας



Ρουμανικά (ro)

Επίθετο

gata (ro)

Επίρρημα

gata (ro)



Σουηδικά (sv)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

gata (sv)

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.