οδομετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οδομετρία | οι | οδομετρίες |
| γενική | της | οδομετρίας | των | οδομετριών |
| αιτιατική | την | οδομετρία | τις | οδομετρίες |
| κλητική | οδομετρία | οδομετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οδομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική odométrie[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική odometry[1] / hodometry[1] < αρχαία ελληνική ὁδός + μέτρον
Ουσιαστικό
οδομετρία θηλυκό
Συγγενικά
- οδομέτρης
- οδομετρικός
- οδόμετρο
- → δείτε τις λέξεις οδός και μέτρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.