έξοδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έξοδος | οι | έξοδοι |
| γενική | της | εξόδου | των | εξόδων |
| αιτιατική | την | έξοδο | τις | εξόδους |
| κλητική | έξοδε (έξοδο) |
έξοδοι | ||
| Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έξοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔξοδος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.kso.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ξο‐δος
Ουσιαστικό
έξοδος θηλυκό
- το σημείο από όπου κάποιος εξέρχεται, βγαίνει από ένα χώρο
- η ενέργεια με την οποία κάποιος φεύγει από ένα χώρο
- η απόπειρα διάσπασης του κλοιού πολιορκίας μιας πόλης από τους κατοίκους της που επιχειρούν να την εγκαταλείψουν μαζικά και συντονισμένα προκειμένου να διαφύγουν από τους πολιορκητές και η οποία συνήθως βασίζεται στον όγκο και την ορμητικότητα των πρώτων ώστε να έχει πιθανότητες επιτυχίας
- ↪ η έξοδος του Μεσολογγίου
- μαζική μετακίνηση των κατοίκων της πόλης προς την ύπαιθρο που λαμβάνει χώρα στις αργίες, κατά την έναρξη των περιόδων διακοπών ή για λόγους ανωτέρας βίας προκειμένου να προφυλαχθούν από κάποιο μεγάλο επερχόμενο κίνδυνο
- ↪ η μαζική έξοδος των Αθηναίων κάθε Σαββατοκύριακο
- η απόπειρα διάσπασης του κλοιού πολιορκίας μιας πόλης από τους κατοίκους της που επιχειρούν να την εγκαταλείψουν μαζικά και συντονισμένα προκειμένου να διαφύγουν από τους πολιορκητές και η οποία συνήθως βασίζεται στον όγκο και την ορμητικότητα των πρώτων ώστε να έχει πιθανότητες επιτυχίας
- (πληροφορική) η χρονική στιγμή ή το στάδιο της λήψης ή αποστολής ή αποθήκευσης των αποτελεσμάτων μιας υπολογιστικής διαδικασίας
- (πληροφορική) το σημείο επικοινωνίας ενός υπολογιστή με το εξωτερικό του περιβάλλον π.χ. με μία ή περισσότερες εξωτερικές συσκευές όπως μία οθόνη ή εκτυπωτή ή κάποιου είδους δίκτυο, από το οποίο μπορεί να στείλει δεδομένα
Μεταφράσεις
έξοδος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.