οδο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οδο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁδο- < ὁδός με θέμα ὁδο-. Επίσης, οδοι- < ὁδoῖ (αρχαιότατη τοπική πτώση) σε αρχαίες συνθέσεις (→ δείτε ὁδο-).
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐δο-
Πρόθημα
οδο-, οδό- (σπάνια οδ- πριν από φωνήεν & οδοι-)
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οδο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οδό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οδ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οδοι- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- οδο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.