κάθομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κάθομαι < μεσαιωνική ελληνική κάθομαι < αρχαία ελληνική κάθημαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.θo.me/
Ρήμα
κάθομαι, πρτ.: καθόμουν, στ.μέλλ.: θα καθίσω, αόρ.: κάθισα, μτχ.π.π.: καθισμένος
- έχω το σώμα μου πάνω σε ένα κάθισμα (καρέκλα, καναπέ κλπ) ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο
- τοποθετώ το σώμα μου πάνω σε ένα κάθισμα ενώ πριν ήμουν όρθιος
- μένω, κατοικώ
- ※ Στον Βούθουλα καθόταν ένας φίλος μου γιατρός, ο Ξυνός. (Δημήτρης Ψαθάς (1939) Μαντάμ Σουσού [μυθιστόρημα])
- (για πράγματα) ακουμπώ πάνω σε κάτι άλλο
- (για πράγματα) υποχωρώ σε χαμηλότερο επίπεδο, καθιζάνω, κατακάθομαι
- δεν εργάζομαι (είμαι άνεργος ή βρίσκομαι σε διακοπές)
- μένω άπρακτος
Συγγενικά
- ανακάθομαι
- επικάθομαι
- καλοκάθομαι
- κατακάθομαι
- κωλοκάθομαι
- παρακάθομαι
- στρογγυλοκάθομαι
- → δείτε τη λέξη καθίζω
- (στα καππαδοκικά) οτουρντούζω
Μεταφράσεις
κάθομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.