οδηγώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οδηγώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁδηγῶ, συνηρημένος τύπος του ὁδηγέω < ὁδηγός

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ðiˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οδηγώ

Ρήμα

οδηγώ/οδηγάω, αόρ.: οδήγησα, παθ.φωνή: οδηγούμαι, π.αόρ.: οδηγήθηκα, μτχ.π.π.: οδηγημένος

  1. χειρίζομαι και κινώ ένα όχημα
    από τότε που ήταν μικρός ονειρευόταν να οδηγεί γρήγορα αυτοκίνητα
    οδηγάει σαν τρελός!
  2. δείχνω το δρόμο σε κάποιον
    τους οδήγησε στο πίσω μέρος του σπιτιού
  3. υποδεικνύω τρόπο συμπεριφορας ή δράσης σε κάποιον
    με το λόγο και τα έργα του οδηγούσε τους νεώτερους στην αρετή
  4. χρησιμεύω σαν ένδειξη για να βρει κάποιος κάτι
    τα αποτυπώματα οδήγησαν στο δράστη
  5. κάνω κάποιον να πράξει κάτι συγκεκριμένο
    ο χωρισμός τον οδήγησε στην τρέλα
    οδηγούμαι σε αδιέξοδο, δεν ξέρω τι να αποφασίσω
  6. καταλήγω κάπου
    το μονοπάτι οδηγεί σε ένα μεγάλο ξέφωτο
  7. έχω ως αποτέλεσμα
    οι μειωμένες βροχοπτώσεις οδηγούν στη λειψυδρία
    (για πρόσωπα) προπορεύομαι, είμαι μπροστά σε μια ομάδα
    ο δρομέας Χ οδηγεί την κούρσα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.