οδήγημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οδήγημα | τα | οδηγήματα |
| γενική | του | οδηγήματος | των | οδηγημάτων |
| αιτιατική | το | οδήγημα | τα | οδηγήματα |
| κλητική | οδήγημα | οδηγήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.