αδιέξοδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αδιέξοδο τα αδιέξοδα
      γενική του αδιεξόδου
& αδιέξοδου
των αδιεξόδων
    αιτιατική το αδιέξοδο τα αδιέξοδα
     κλητική αδιέξοδο αδιέξοδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδιέξοδο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αδιέξοδος, < α- + διέξοδος (< δι- + έξοδος) (σημείωση: πιθανόν να προήλθε από τη χρήση της λόγιας αιτιατικής του θηλυκού σε φράσεις όπως "οδηγεί σε αδιέξοδο -οδό-")

Ουσιαστικό

αδιέξοδο ουδέτερο

  • τυφλός δρόμος που δεν έχει διέξοδο προς κάποιον άλλον
    βγήκαμε σε αδιέξοδο και έπρεπε να γυρίσουμε πίσω
  • κατάσταση που δεν έχει προοπτική εξέλιξης ή βελτίωσης
    οι συνομιλίες μεταξύ των δυο χωρών οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.