όδευμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όδευμα τα οδεύματα
      γενική του οδεύματος των οδευμάτων
    αιτιατική το όδευμα τα οδεύματα
     κλητική όδευμα οδεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όδευμα < ελληνιστική κοινή ὅδευμα < αρχαία ελληνική ὁδεύω < ὁδός

Ουσιαστικό

όδευμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.