οδηγητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οδηγητικός | η | οδηγητική | το | οδηγητικό |
| γενική | του | οδηγητικού | της | οδηγητικής | του | οδηγητικού |
| αιτιατική | τον | οδηγητικό | την | οδηγητική | το | οδηγητικό |
| κλητική | οδηγητικέ | οδηγητική | οδηγητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οδηγητικοί | οι | οδηγητικές | τα | οδηγητικά |
| γενική | των | οδηγητικών | των | οδηγητικών | των | οδηγητικών |
| αιτιατική | τους | οδηγητικούς | τις | οδηγητικές | τα | οδηγητικά |
| κλητική | οδηγητικοί | οδηγητικές | οδηγητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οδηγητικός < (ελληνιστική κοινή) ὁδηγητικός
Μεταφράσεις
οδηγητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.