οδηγητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οδηγητικός η οδηγητική το οδηγητικό
      γενική του οδηγητικού της οδηγητικής του οδηγητικού
    αιτιατική τον οδηγητικό την οδηγητική το οδηγητικό
     κλητική οδηγητικέ οδηγητική οδηγητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οδηγητικοί οι οδηγητικές τα οδηγητικά
      γενική των οδηγητικών των οδηγητικών των οδηγητικών
    αιτιατική τους οδηγητικούς τις οδηγητικές τα οδηγητικά
     κλητική οδηγητικοί οδηγητικές οδηγητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οδηγητικός < (ελληνιστική κοινή) ὁδηγητικός

Επίθετο

οδηγητικός

  1. άλλη μορφή του οδηγικός
  2. ικανός να οδηγεί
     συνώνυμα: καθοδηγητικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.