οδηγισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οδηγισμός | οι | οδηγισμοί |
| γενική | του | οδηγισμού | των | οδηγισμών |
| αιτιατική | τον | οδηγισμό | τους | οδηγισμούς |
| κλητική | οδηγισμέ | οδηγισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οδηγισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
οδηγισμός αρσενικό
- κίνημα ανάλογο με τον προσκοπισμό που στα αρχικά του στάδια απευθυνόταν κυρίως στα κορίτσια
Μεταφράσεις
οδηγισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.