via
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvi:ə/ ή /ˈvaɪə/
Ουσιαστικό
via (en)
- η οδός (χρησιμοποιείται μόνο σε σταθερές εκφράσεις)
- τρύπα γεμισμένη με μέταλλο που δημιουργεί ηλεκτρική επαφή ανάμεσα σε δύο στρώματα σε ένα τυπωμένο ηλεκτρονικό κύκλωμα
Πολυλεκτικοί όροι
|
|
Πρόθεση
via (en)
Εσπεράντο (eo)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.