έφοδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έφοδος οι έφοδοι
      γενική της εφόδου των εφόδων
    αιτιατική την έφοδο τις εφόδους
     κλητική έφοδε
(έφοδο)
έφοδοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έφοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔφοδος < (ἐπί) ἔφ- + ὁδός

Ουσιαστικό

έφοδος θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.