οδομαχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδομαχία οι οδομαχίες
      γενική της οδομαχίας των οδομαχιών
    αιτιατική την οδομαχία τις οδομαχίες
     κλητική οδομαχία οδομαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οδομαχία < οδο- + -μαχία

Ουσιαστικό

οδομαχία θηλυκό

  • ένοπλη σύγκρουση, μάχη, στους δρόμους μιας πόλης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.