είσοδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | είσοδος | οι | είσοδοι |
| γενική | της | εισόδου | των | εισόδων |
| αιτιατική | την | είσοδο | τις | εισόδους |
| κλητική | είσοδε (είσοδο) |
είσοδοι | ||
| Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- είσοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἴσοδος[1] < εἰς (είσ-) + οδός
- για την πληροφορική < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική input

Η εισόδος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ουσιαστικό
είσοδος θηλυκό
- το σημείο από όπου μπαίνουμε μέσα σε ένα χώρο
- η είσοδος του κτηρίου ήταν κλειστή
- η ενέργεια του ρήματος μπαίνω / εισέρχομαι
- ο ηθοποιός έκανε μια θεαματική είσοδο στη σκηνή
- (πληροφορική) οτιδήποτε χρησιμοποιεί ένας χρήστης για να εισάγει δεδομένα σε ένα σύστημα
- το πληκτρολόγιο και ο σαρωτής είναι συσκευές εισόδου ενώ η οθόνη και ο εκτυπωτής είναι συσκευές εξόδου
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
είσοδος
|
Αναφορές
- είσοδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.