ὁδός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὁδός αἱ ὁδοί
      γενική τῆς ὁδοῦ τῶν ὁδῶν
      δοτική τῇ ὁδ ταῖς ὁδοῖς
    αιτιατική τὴν ὁδόν τὰς ὁδούς
     κλητική ! ὁδέ ὁδοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁδώ
γεν-δοτ τοῖν  ὁδοῖν
Και αρχαιότατη τοπική πτώση: ὁδoῖ.
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὁδός < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sodos < *sed- (κάθομαι / λατινικά sedeo)

Ουσιαστικό

ὁδός θηλυκό

  1. οδός, δρόμος
  2. η ενέργεια του ταξιδεύω, το ταξίδι
  3. (μεταφορικά) τρόπος, μέθοδος, σύστημα

Παράγωγα

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Σύνθετα

  • ὁδο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὁδο- στο Βικιλεξικό
  • ὁδoῖ - Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὁδοι- στο Βικιλεξικό

όπως ενδεικτικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.