ὁδός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὁδός | αἱ | ὁδοί |
| γενική | τῆς | ὁδοῦ | τῶν | ὁδῶν |
| δοτική | τῇ | ὁδῷ | ταῖς | ὁδοῖς |
| αιτιατική | τὴν | ὁδόν | τὰς | ὁδούς |
| κλητική ὦ! | ὁδέ | ὁδοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁδώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὁδοῖν | ||
| Και αρχαιότατη τοπική πτώση: ὁδoῖ. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὁδός < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sodos < *sed- (κάθομαι / λατινικά sedeo)
Ουσιαστικό
ὁδός θηλυκό
- επικός τύπος : οὐδός
Παράγωγα
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα
- ὁδο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὁδο- στο Βικιλεξικό
- ὁδoῖ - Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὁδοι- στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
Πηγές
- ὁδός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὁδός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.