όδευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όδευση οι οδεύσεις
      γενική της όδευσης* των οδεύσεων
    αιτιατική την όδευση τις οδεύσεις
     κλητική όδευση οδεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οδεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όδευση < ελληνιστική κοινή ὅδευσις < αρχαία ελληνική ὁδεύω < ὁδός

Ουσιαστικό

όδευση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του οδεύω
  2. (ειδικότερα) δρομολόγηση
    όδευση καλωδίων σε εσχάρες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.