οδοιπορώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
οδοιπορώ
<
αρχαία ελληνική
ὁδοιπορῶ
<
ὁδοιπόρος
Ρήμα
οδοιπορώ
πορεύομαι
πεζός
, ταξιδεύω με τα πόδια
Συγγενικά
οδοιπορία
οδοιπορικός
Μεταφράσεις
οδοιπορώ
γαλλικά
:
marcher
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.