διέξοδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διέξοδος οι διέξοδοι (διέξοδες)
      γενική της διεξόδου των διεξόδων
    αιτιατική τη διέξοδο τις διεξόδους (διέξοδες)
     κλητική διέξοδε (διέξοδο) διέξοδοι (διέξοδες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διέξοδος < αρχαία ελληνική διέξοδος < διά + ἔξοδος

Ουσιαστικό

διέξοδος θηλυκό

  1. το πέρασμα που δίνει τη δυνατότητα για έξοδο
  2. (ως επίθετο) που προσφέρει μια διέξοδο, μια λύση
    διέξοδες επιλογές
     αντώνυμα: αδιέξοδος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.