οδοστρωτήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οδοστρωτήρας οι οδοστρωτήρες
      γενική του οδοστρωτήρα των οδοστρωτήρων
    αιτιατική τον οδοστρωτήρα τους οδοστρωτήρες
     κλητική οδοστρωτήρα οδοστρωτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οδοστρωτήρας < οδός + στρώνω + -τήρας

Ουσιαστικό

οδοστρωτήρας αρσενικό (πληθυντικός οδοστρωτήρες)

  1. βαρύ όχημα που φέρει έναν ή περισσότερους σιδερένιους κυλίνδρους και χρησιμοποιείται στην οδοποιία για την ασφαλτόστρωση δρόμων
  2. (μεταφορικά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.