οδοστρωτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οδοστρωτήρας | οι | οδοστρωτήρες |
| γενική | του | οδοστρωτήρα | των | οδοστρωτήρων |
| αιτιατική | τον | οδοστρωτήρα | τους | οδοστρωτήρες |
| κλητική | οδοστρωτήρα | οδοστρωτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
οδοστρωτήρας αρσενικό (πληθυντικός οδοστρωτήρες)
- βαρύ όχημα που φέρει έναν ή περισσότερους σιδερένιους κυλίνδρους και χρησιμοποιείται στην οδοποιία για την ασφαλτόστρωση δρόμων
- (μεταφορικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
