σαν
Νέα ελληνικά (el)
| ελληνικό αλφάβητο | ||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| Α | α | άλφα / ἄλφα | Ν | ν | νι / νῦ | |||
| Β | β | ϐ | βήτα / βῆτα | Ξ | ξ | ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ | ||
| Γ | γ | γάμα / γάμμα | Ο | ο | όμικρον / ὂ μικρόν, (οὖ) | |||
| Δ | δ | δέλτα | Π | π | ϖ | πι / πεῖ, πῖ | ||
| Ε | ε | έψιλον / ἒ ψιλόν, (εἶ) | Ρ | ρ | ϱ | ρο / ῥῶ | ||
| Ζ | ζ | ζήτα / ζῆτα | Σ | σ/ς | σίγμα / σῖγμα | |||
| Η | η | ήτα / ἦτα | Τ | τ | ταυ / ταῦ | |||
| Θ | θ | ϑ | θήτα / θῆτα | Υ | υ | ύψιλον / ὖ ψιλόν, (ὖ) | ||
| Ι | ι | γιώτα, ιώτα / ἰῶτα | Φ | φ | ϕ | φι / φεῖ, φῖ | ||
| Κ | κ | ϰ | κάπα / κάππα | Χ | χ | χι / χεῖ, χῖ | ||
| Λ | λ | λάμδα, λάμντα, λάβδα | Ψ | ψ | ψι / ψεῖ, ψῖ | |||
| Μ | μ | μι / μῦ | Ω | ω | ωμέγα / ὦ μέγα, (ὦ) | |||
| Παρωχημένα γράμματα | ||||||||
| Ϝ | ϝ | δίγαμμα | Ϻ | ϻ | σαν | |||
| Ϛ | ϛ | στίγμα | Ϸ | ϸ | σω | |||
| Ϡ | ϡ | σαμπί | Ͳ | ͳ | παλαιό σαμπί | |||
| Ϙ | ϙ | κόππα | Ϟ | ϟ | μεταγενέστερο κόππα | |||
| Ͱ | ͱ | ἧτα (δασυνόμενο) | Ϲ | ϲ | μηνοειδές σίγμα | |||
| Ϗ | ϗ | και | Ȣ | ȣ | ου | |||
| Ͷ | ͷ | παμφυλιακό δίγαμμα | ||||||
Ετυμολογία
- σαν < μεσαιωνική ελληνική σάν[1] [2] [3] < ελληνιστική κοινή ὡσάν[1] [2] [4] < αρχαία ελληνική ὡς ἄν[1] [2]
Μόριο
σαν
- (με ουσιαστικά) δηλώνει παρομοίωση: όπως, όμοια, σάμπως
- ↪ Το πρωί να τρως σαν βασιλιάς, το μεσημέρι σαν πλούσιος, το βράδυ σαν φτωχός.
- (με ουσιαστικά) δηλώνει μια ιδιότητα ψευδή ή αναληθή
- ↪ Συμπεριφέρεται σαν μεγιστάνας.
- (με ουσιαστικά ή επίθετα) δηλώνει αιτιολογία: ως
- ↪ Σου τα λέω αυτά σαν φίλος.
- (με επίθετα, ρήματα, επιρρήματα) δηλώνει αβεβαιότητα ή πιθανότητα
- ↪ Σαν να λες ψέματα.
- (σε ερωτήσεις) άραγε, τάχα
- ↪ Για πες μου, σαν πότε σκέφτεσαι να έρθεις;
- (σε αναφορικές παραβολικές προτάσεις) δηλώνει μια μη πραγματική ιδιότητα
- ↪ Μιλάει σαν να ήταν ο πρωθυπουργός.
- (σε αναφορικές παραβολικές προτάσεις) δηλώνει πιθανή αιτιολογία
- ↪ Σταμάτησε να μιλάει σαν να κατάλαβε το λάθος που έκανε.
- (σε ειδικές προτάσεις) ότι
- ↪ Έδειξε σαν να τον αναγνώρισε.
Σύνδεσμος
σαν (χρονικός)
Μεταφράσεις
Χαρακτήρας
|
|
- σαν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σαν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σάν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ὡσάν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.