αναφορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναφορικός | η | αναφορική | το | αναφορικό |
| γενική | του | αναφορικού | της | αναφορικής | του | αναφορικού |
| αιτιατική | τον | αναφορικό | την | αναφορική | το | αναφορικό |
| κλητική | αναφορικέ | αναφορική | αναφορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναφορικοί | οι | αναφορικές | τα | αναφορικά |
| γενική | των | αναφορικών | των | αναφορικών | των | αναφορικών |
| αιτιατική | τους | αναφορικούς | τις | αναφορικές | τα | αναφορικά |
| κλητική | αναφορικοί | αναφορικές | αναφορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναφορικός < (ελληνιστική κοινή) ἀναφορικός
Επίθετο
αναφορικός
- ο σχετικός με κάτι
- (γραμμ) που εισάγεται με αναφορική πρόθεση, που δηλώνει αναφορά, που αναφέρεται σε κάτι
- αναφορική πρόταση, αντωνυμία, αναφορικό επίρρημα, αναφορικός σύνδεσμος
- που αναφέρει απλά, πληροφορεί, περιγράφει
- αναφορική γλώσσα σε αντιδιαστολή προς την ποιητική, συναισθηματική, θυμική
- 0 αναφορικός λόγος αναπαριστά πρόσωπα, πράγματα, συμβάντα, καταστάσεις (σε αντιδαστολή προς τον κατευθυντικό που έμμεσα καθοδηγεί)
Μεταφράσεις
αναφορικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.