Ρ

πι ελληνικό κεφαλαίο
Ρ
Ρ decimal
Ρ Unicode (U+03A1)
GREEK CAPITAL LETTER RHO
 Π Σ 

Νέα ελληνικά (el)

ελληνικό αλφάβητο
Ρ   Ρ Unicode (U+03A1)
Ρ   Ρ   decimal
 Α α   άλφα / ἄλφα Νν νι / νῦ
 Β β ϐ   βήτα / βῆτα Ξξ ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ
 Γγ γάμα / γάμμα Οο όμικρον /  μικρόν, (οὖ)
 Δδ δέλτα Ππϖ πι / πεῖ, πῖ
 Εε έψιλον /  ψιλόν, (εἶ) Ρρϱρο / ῥῶ
 Ζζ ζήτα / ζῆτα Σσ/ς σίγμα / σῖγμα
 Ηη ήτα / ἦτα Ττ ταυ / ταῦ
 Θθϑθήτα / θῆτα Υυ ύψιλον /  ψιλόν, ()
 Ιι γιώτα, ιώτα / ἰῶτα Φφϕφι / φεῖ, φῖ
 Κκϰκάπα / κάππα Χχ χι / χεῖ, χῖ
 Λλ λάμδα, λάμντα, λάβδα Ψψ ψι / ψεῖ, ψῖ
 Μμ μι / μῦ Ωω ωμέγα /  μέγα, ()
Παρωχημένα γράμματα
 Ϝϝ δίγαμμα  Ϻϻ σαν
 Ϛϛ στίγμα  Ϸϸ σω
 Ϡϡ σαμπί  Ͳͳ παλαιό σαμπί
 Ϙϙ κόππα  Ϟϟ μεταγενέστερο κόππα
 Ͱͱ ἧτα (δασυνόμενο)  Ϲ ϲ μηνοειδές σίγμα
 Ϗϗ και  Ȣȣ ου
 Ͷͷ παμφυλιακό δίγαμμα     

Ετυμολογία

Ρ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ρ < φοινικική 𐤓‎ (rēs, reš)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾ/ (ηχηρό μονοπαλλόμενο φατνιακό - συγκρίνετε με το [r])
απαγγελία με το άρθρο το: ΔΦΑ : /to ˈɾo/ - ανεπίσημο: /to ˈɾu/

Σύμβολο

Ρ ουδέτερο κεφαλαίο (πεζό: ρ)

  • (γράμμα) το ρο κεφαλαίο: το 17ο κεφαλαίο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου

Συγγενικά

ελληνική αρίθμηση

  • Ρ΄ (100)
  • ͵Ρ (100.000)

  • Р (κυριλλικό ρο κεφαλαίο)
  • P (λατινικό πι κεφαλαίο)
  • R (λατινικό ρο κεφαλαίο)

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνικό αλφάβητο
Ρ   &#x03A1; Unicode (U+03A1)
Ρ   &#929;   decimal
 Α α   άλφα / ἄλφα Νν νι / νῦ
 Β β ϐ   βήτα / βῆτα Ξξ ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ
 Γγ γάμα / γάμμα Οο όμικρον /  μικρόν, (οὖ)
 Δδ δέλτα Ππϖ πι / πεῖ, πῖ
 Εε έψιλον /  ψιλόν, (εἶ) Ρρϱρο / ῥῶ
 Ζζ ζήτα / ζῆτα Σσ/ς σίγμα / σῖγμα
 Ηη ήτα / ἦτα Ττ ταυ / ταῦ
 Θθϑθήτα / θῆτα Υυ ύψιλον /  ψιλόν, ()
 Ιι γιώτα, ιώτα / ἰῶτα Φφϕφι / φεῖ, φῖ
 Κκϰκάπα / κάππα Χχ χι / χεῖ, χῖ
 Λλ λάμδα, λάμντα, λάβδα Ψψ ψι / ψεῖ, ψῖ
 Μμ μι / μῦ Ωω ωμέγα /  μέγα, ()
Παρωχημένα γράμματα
 Ϝϝ δίγαμμα  Ϻϻ σαν
 Ϛϛ στίγμα  Ϸϸ σω
 Ϡϡ σαμπί  Ͳͳ παλαιό σαμπί
 Ϙϙ κόππα  Ϟϟ μεταγενέστερο κόππα
 Ͱͱ ἧτα (δασυνόμενο)  Ϲ ϲ μηνοειδές σίγμα
 Ϗϗ και  Ȣȣ ου
 Ͷͷ παμφυλιακό δίγαμμα     

Ετυμολογία

Ρ < (άμεσο δάνειο) φοινικική 𐤓‎ (rēs, reš), το σχήμα με σημασία: πρωτοσημιτική - ρίζα *raʔš- (σημασία: κεφαλή, κεφάλι)

Προφορά

ΔΦΑ : // στην αρχή λέξης, με δασύ ήχο, 5ος αιώνας

άηχο φατνιακό παλλόμενο στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια με εξαίρεση το Ρᾶρος - δείτε και )

ΔΦΑ : /r/ μεσοφωνηεντικά, 5ος αιώνας

(κατά μερικούς γραμματικούς, σε μερικές λέξεις προφερόταν δασύ και μέσα στη λέξη - δείτε )

ΔΦΑ : /r/ μεταγενέστερα: σε οποιαδήποτε θέση στη λέξη, όπως και στα νέα ελληνικά
Η προφορά του κατά αρχαίους συγγραφείς:

  •   5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Κρατύλοςw, 426d-426e
    τὸ δὲ οὖν ῥῶ τὸ στοιχεῖον, ὥσπερ λέγω, καλὸν ἔδοξεν ὄργανον εἶναι τῆς κινήσεως τῷ τὰ ὀνόματα τιθεμένῳ πρὸς τὸ ἀφομοιοῦν τῇ φορᾷ, πολλαχοῦ γοῦν χρῆται αὐτῷ εἰς αὐτήν· πρῶτον μὲν ἐν αὐτῷ τῷ ῥεῖν καὶ ῥοῇ διὰ τούτου τοῦ γράμματος τὴν φορὰν μιμεῖται, εἶτα ἐν τῷ [426e] τρόμῳ, εἶτα ἐν τῷ τρέχειν, ἔτι δὲ ἐν τοῖς τοιοῖσδε ῥήμασιν οἷον κρούειν, θραύειν, ἐρείκειν, θρύπτειν, κερματίζειν, ῥυμβεῖν, πάντα ταῦτα τὸ πολὺ ἀπεικάζει διὰ τοῦ ῥῶ. ἑώ<ρα> γὰρ οἶμαι τὴν γλῶτταν ἐν τούτῳ ἥκιστα μένουσαν, μάλιστα δὲ σειομένην· διὸ φαίνεταί μοι τούτῳ πρὸς ταῦτα κατακεχρῆσθαι.
  •   4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ποιητικῆς(w, 1456b , 28
    Ἔστιν δὲ ταῦτα φωνῆεν μὲν <τὸ> ἄνευ προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν, ἡμίφωνον δὲ τὸ μετὰ προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν, οἷον τὸ Σ καὶ τὸ Ρ, ἄφωνον δὲ τὸ μετὰ προσβολῆς καθ᾽ αὑτὸ μὲν οὐδεμίαν ἔχον φωνήν
  • Ο Διονύσιος Αλικαρνασσέας το κατατάσσει στα «ἡμίφωνα» και περιγράφει την προφορά: Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων Dionysii Halicarnasei quae exstant, Volume 5.2: Opuscula, Volume 2. Usener, Hermann; Radermacher, Ludwig; editors. Leipzig: Teubner, 1904 @scaife.perseus
    τὸ δὲ ρ̅ τῆς γλώττης ἄκρας ἀπορραπιζούσης τὸ πνεῦμα καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν ἐγγὺς τῶν ὀδόντων ἀνισταμένης·

Σύμβολο

Ρ ουδέτερο κεφαλαίο

  1. (γράμμα) ονομασία: ῥῶ κεφαλαίο: το 17ο γράμμα του αρχαίου ελληνικού αλφάβητου
    για το πεζό, δείτε ρ (μεσαιωνικό, μετά τον 10ο αιώνα)
  2. (αριθμητικό σύμβολο) ο αριθμός εκατό (100)

  • (σε επιγραφές) επίσης
  • (ευβοϊκό ή χαλκιδικό αλφάβητο)
  • (μεταγενέστερα, αρκτικό Ρ με δασεία)

Συγγενικά

Απόγονοι

Ρ (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά Ρ
νέα ελληνικά: Ρ
κυριλλικό: Р
κοπτικά: Р

(στο ευβοϊκό ή χαλκιδικό αλφάβητο)

λατινικά: R

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.