π
Διεθνείς όροι
| πι ελληνικό πεζό | |||||
| εικόνα | html | ||||
![]() |
π | ||||
| π | decimal | ||||
| π | Unicode (U+03C0) GREEK SMALL LETTER PI | ||||
| ← ο | δείτε και το κυριλλικό п |
ρ → | |||
Σύμβολο
π
- (μαθηματικά) π = 3,141592... (ο λόγος του μήκους της περιφέρειας ενός κύκλου προς τη διάμετρό του)
- ↪ και ειδικός κωδικός
𝜋𝜋
- ↪ και ειδικός κωδικός
- (βάσεις δεδομένων, στο σχεσιακό μοντέλο) το σύμβολο του τελεστή της κατακόρυφης επιλογής (ή προβολής) στη σχεσιακή άλγεβρα ( π<λίστα γνωρισμάτων>(R), όπου R, η σχέση )[1][2]
Αναφορές
- Μ.Χατζόπουλος, 2009, Το Σχεσιακό Μοντέλο - Σχεσιακή Άλγεβρα, Σχεσιακός Λογισμός, σελ. 39-41. Προσπέλαση 2020-02-06
- Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 60, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-10
Νέα ελληνικά (el)
| ελληνικό αλφάβητο | ||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| π π Unicode (U+03C0) π π decimal | ||||||||
| Α | α | άλφα / ἄλφα | Ν | ν | νι / νῦ | |||
| Β | β | ϐ | βήτα / βῆτα | Ξ | ξ | ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ | ||
| Γ | γ | γάμα / γάμμα | Ο | ο | όμικρον / ὂ μικρόν, (οὖ) | |||
| Δ | δ | δέλτα | Π | π | ϖ | πι / πεῖ, πῖ | ||
| Ε | ε | έψιλον / ἒ ψιλόν, (εἶ) | Ρ | ρ | ϱ | ρο / ῥῶ | ||
| Ζ | ζ | ζήτα / ζῆτα | Σ | σ/ς | σίγμα / σῖγμα | |||
| Η | η | ήτα / ἦτα | Τ | τ | ταυ / ταῦ | |||
| Θ | θ | ϑ | θήτα / θῆτα | Υ | υ | ύψιλον / ὖ ψιλόν, (ὖ) | ||
| Ι | ι | γιώτα, ιώτα / ἰῶτα | Φ | φ | ϕ | φι / φεῖ, φῖ | ||
| Κ | κ | ϰ | κάπα / κάππα | Χ | χ | χι / χεῖ, χῖ | ||
| Λ | λ | λάμδα, λάμντα, λάβδα | Ψ | ψ | ψι / ψεῖ, ψῖ | |||
| Μ | μ | μι / μῦ | Ω | ω | ωμέγα / ὦ μέγα, (ὦ) | |||
| Παρωχημένα γράμματα | ||||||||
| Ϝ | ϝ | δίγαμμα | Ϻ | ϻ | σαν | |||
| Ϛ | ϛ | στίγμα | Ϸ | ϸ | σω | |||
| Ϡ | ϡ | σαμπί | Ͳ | ͳ | παλαιό σαμπί | |||
| Ϙ | ϙ | κόππα | Ϟ | ϟ | μεταγενέστερο κόππα | |||
| Ͱ | ͱ | ἧτα (δασυνόμενο) | Ϲ | ϲ | μηνοειδές σίγμα | |||
| Ϗ | ϗ | και | Ȣ | ȣ | ου | |||
| Ͷ | ͷ | παμφυλιακό δίγαμμα | ||||||
Ετυμολογία
- π < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική π
< αρχαία ελληνική
(Π κεφαλαίο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /p/
Σύμβολο
π πεζό (κεφαλαίο: Π)
- ϖ (παρωχημένο)
Εκφράσεις
- → δείτε την ονομασία πι
- п (κυριλλικό πι πεζό)
-
π στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- π - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- π - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- π σελ.5321 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
