ότι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

ότι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅτι [1]

Προφορά 1

ΔΦΑ : /oti/ (άτονο - προφέρεται μαζί με την επόμενη λέξη - συγκρίνετε με την #Προφορά 2)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ότι

Σύνδεσμος

ότι

  1. (ειδικός σύνδεσμος) εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις μετά από ρήμα λεκτικό, δοξαστικό, αισθήσεως κλπ ή παράγωγό του
    Λέει ότι γνωρίζει το αντικείμενο.
    Μας διαβεβαίωσε ότι πήρε ό,τι χρειαζόταν.
    Αποφάσισε ότι έπρεπε να φύγει.
     συνώνυμα: πως
  2. (αιτιολογικός σύνδεσμος, σπάνιο) διότι
    Χαίρομαι ότι δικαιώθηκαν οι προβλέψεις μου.

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ότι < πιθανόν κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ὅτε [1]

Προφορά 2

ΔΦΑ : /ˈo.ti/ (τονισμένο - συγκρίνετε με την #Προφορά 1)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ότι
ομόηχο: ό,τι

Σύνδεσμος

ότι

  • (χρονικός σύνδεσμος, λαϊκότροπο) μόλις, μόλις τη στιγμή που...
    Ότι είχα μπει μέσα στο σπίτι και χτύπησε το τηλέφωνο.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.