ω

Νέα ελληνικά (el)

ελληνικό αλφάβητο
 Α α   άλφα / ἄλφα Νν νι / νῦ
 Β β ϐ   βήτα / βῆτα Ξξ ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ
 Γγ γάμα / γάμμα Οο όμικρον /  μικρόν, (οὖ)
 Δδ δέλτα Ππϖ πι / πεῖ, πῖ
 Εε έψιλον /  ψιλόν, (εἶ) Ρρϱρο / ῥῶ
 Ζζ ζήτα / ζῆτα Σσ/ς σίγμα / σῖγμα
 Ηη ήτα / ἦτα Ττ ταυ / ταῦ
 Θθϑθήτα / θῆτα Υυ ύψιλον /  ψιλόν, ()
 Ιι γιώτα, ιώτα / ἰῶτα Φφϕφι / φεῖ, φῖ
 Κκϰκάπα / κάππα Χχ χι / χεῖ, χῖ
 Λλ λάμδα, λάμντα, λάβδα Ψψ ψι / ψεῖ, ψῖ
 Μμ μι / μῦ Ωω ωμέγα /  μέγα, ()
Παρωχημένα γράμματα
 Ϝϝ δίγαμμα  Ϻϻ σαν
 Ϛϛ στίγμα  Ϸϸ σω
 Ϡϡ σαμπί  Ͳͳ παλαιό σαμπί
 Ϙϙ κόππα  Ϟϟ μεταγενέστερο κόππα
 Ͱͱ ἧτα (δασυνόμενο)  Ϲ ϲ μηνοειδές σίγμα
 Ϗϗ και  Ȣȣ ου
 Ͷͷ παμφυλιακό δίγαμμα     
Omega
Omega

Χαρακτήρας

ω, κεφαλαίο: Ω

Σύμβολο

ω

Επιφώνημα

ω

  1. επιφώνημα θαυμασμού, απόγνωσης και άλλων συναισθημάτων. Παλιότερα γραφόταν για να διαφοροποιείται από την κλιτική
    ω, τι πάθαμε!
    ω, τι ωραίο!
  2. επιφώνημα κλητικό που παλιότερα γραφόταν
    ω, ρε μάνα μου!

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. (Αγγλικά) The Relational Model. Προσπέλαση 2020-02-07
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.