γάμμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γάμμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γάμμα ουδέτερο άκλιτο

  • (γράμμα) η ονομασία του συμβόλου Γ
    απλοποιημένη γραφή, νέα ελληνικά: το γάμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.