όπως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- όπως < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὅπως
Επίρρημα
όπως (αναφορικό επίρρημα)
- εισάγει αναφορικές προτάσεις που δείχνουν τον τρόπο
- ↪ Θα φάω όπως θέλω
- ↪ κάν' το όπως σου έδειξα
Σύνδεσμος
όπως
- (χρονικός) ενώ
- ↪ όπως γύριζα από τη δουλειά, συνάντησα έναν γνωστό
- για παράδειγμα
- ↪ Μου αρέσουν τα φαγητά όπως η πίτσα και ο καφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.