ξι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ξι
<
(
ελληνιστική κοινή
)
ξῖ
<
ξεῖ
<
φοινικικό
Ουσιαστικό
ξι
ουδέτερο
άκλιτο
το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού
αλφάβητου
(
ξ
, κεφαλαίο
Ξ
)
ξει
ξυ
Μεταφράσεις
ξι
αγγλικά
:
xi
(en)
πολωνικά
:
ksi
(pl)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.