αβεβαιότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αβεβαιότητα | οι | αβεβαιότητες |
| γενική | της | αβεβαιότητας | των | αβεβαιοτήτων |
| αιτιατική | την | αβεβαιότητα | τις | αβεβαιότητες |
| κλητική | αβεβαιότητα | αβεβαιότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αβεβαιότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀβεβαιότης (αστάθεια) από την αιτιατική ενικού «τὴν ἀβεβαιότητα» κατά τη σημασία του αβέβαιος [1]}
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ve.veˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βε‐βαι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
αβεβαιότητα θηλυκό
- κατάσταση αμφισβήτησης και αμφιβολίας, έλλειψη βεβαιότητας ή σιγουριάς
- (νομικός όρος) αίρεση αναβλητική ή διαλυτική σε αβέβαιο γεγονός
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αβεβαιότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.