αβεβαιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβεβαιότητα οι αβεβαιότητες
      γενική της αβεβαιότητας των αβεβαιοτήτων
    αιτιατική την αβεβαιότητα τις αβεβαιότητες
     κλητική αβεβαιότητα αβεβαιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αβεβαιότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀβεβαιότης (αστάθεια) από την αιτιατική ενικού «τὴν ἀβεβαιότητα» κατά τη σημασία του αβέβαιος [1]}

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ve.veˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβεβαιότητα

Ουσιαστικό

αβεβαιότητα θηλυκό

  1. κατάσταση αμφισβήτησης και αμφιβολίας, έλλειψη βεβαιότητας ή σιγουριάς
  2. (νομικός όρος) αίρεση αναβλητική ή διαλυτική σε αβέβαιο γεγονός

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.