μι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. μι < αρχαία ελληνική μῦ
  2. μι < mi (νότα)

Ουσιαστικό

μι ουδέτερο άκλιτο

  1. το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (μ, κεφαλαίο: Μ) (Ν.Ελληνικής)

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

μι ουδέτερο άκλιτο

  1. (μουσική) η τρίτη νότα στην κλίμακα του ντο

η χρωματική κλίμακα

ντο ή C ντο# ή C# ρε ή D ρε# ή D# μι ή E φα ή F φα# ή F# σολ ή G σολ# ή G# λα ή A λα# ή A# σι ή B

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.