γάμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γάμα < αρχαία ελληνική γάμμα < πρωτοσημιτική *gamal (καμήλα)
Ουσιαστικό
γάμα ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καμήλα
Μεταφράσεις
γράμμα του ελληνικού αλφάβητου
ορθή γωνία
|
|
συμβολή των δοκών ποδοσφαιρικής εστίας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.