μόλις
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
μόλις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μόλις
Σύνδεσμος
μόλις
Επίρρημα
μόλις
- (χρονικό επίρρημα)
- (τροπικό επίρρημα)
Εκφράσεις
- μόλις και μετά βίας: για κάτι που γίνεται με μεγάλη δυσκολία και κόπο
Μεταφράσεις
(σύνδεσμος)
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.