μῦ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μῦ < φοινικική 𐤌‬‎ (mēm⁠) < πρωτοσημιτική *maʾ- / *may-

Ουσιαστικό

μῦ ουδέτερο άκλιτο

Σημειώσεις

  • ιωνικός τύπος: μῶ

Ετυμολογία

μῦ < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

μῦ ουδέτερο άκλιτο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.