τάχα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τάχα < ταχύς
Επίρρημα
τάχα
- γρήγορα
- ίσως (για να εκφράσει πιθανότητα ή βεβαιότητα)
- ὑμεῖς δὲ τάχα οὐδὲ τεθέασθε τυραννουμένην πόλιν. - Εσείς όμως ίσως δεν έχετε δει τι συμβαίνει σε μια πόλη που κυβερνιέται από τύραννο (Πλάτων, Νόμοι, 711a
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.