τάχα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τάχα < αρχαία ελληνική τάχα

Επίρρημα

τάχα

  1. (σε ερωτήσεις) άραγε (εκφράζει απορία)
      Έρωτας τάχα να ’ν’ αυτό / που έτσι με κάνει να ποθώ / τη συντροφιά σου… (από ποίημα της Μυρτιώτισσας)
  2. δήθεν (για κάτι που το θεωρούμε προσποιητό, υποκριτικό, αναληθές)
    Έλειπε χτες από τη δουλειά. Ήτανε λέει τάχα άρρωστος.

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τάχα < ταχύς

Επίρρημα

τάχα

  1. γρήγορα
  2. ίσως (για να εκφράσει πιθανότητα ή βεβαιότητα)
    ὑμεῖς δὲ τάχα οὐδὲ τεθέασθε τυραννουμένην πόλιν. - Εσείς όμως ίσως δεν έχετε δει τι συμβαίνει σε μια πόλη που κυβερνιέται από τύραννο (Πλάτων, Νόμοι, 711a
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.