δέλτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δέλτα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

το δέλτα του ποταμού Λένα στη Σιβηρία

δέλτα ουδέτερο άκλιτο

  1. Το τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (δ, κεφαλαίο: Δ).
  2. (μεταφορικά) ό,τι έχει σχήμα Δ
  3. Το κομμάτι ξηράς (τριγωνική νησίδα) που σχηματίζεται ανάμεσα στα στόμια των εκβολών ενός ποταμού
    το δέλτα του Νείλου
  4. (αστρονομία) άλλη ονομασία του αστερισμού Τρίγωνο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.