δίγαμμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δίγαμμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίγαμμα[1] < αρχαία ελληνικά (δίς) δί- + γάμμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.ɣa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐γαμ‐μα
Ουσιαστικό
δίγαμμα ουδέτερο άκλιτο
- παμφυλιακό δίγαμμα σύμβολα ͷ Ͷ
Μεταφράσεις
δίγαμμα
|
|
Αναφορές
- δίγαμμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνικό αλφάβητο | ||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| Α | α | άλφα / ἄλφα | Ν | ν | νι / νῦ | |||
| Β | β | ϐ | βήτα / βῆτα | Ξ | ξ | ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ | ||
| Γ | γ | γάμα / γάμμα | Ο | ο | όμικρον / ὂ μικρόν, (οὖ) | |||
| Δ | δ | δέλτα | Π | π | ϖ | πι / πεῖ, πῖ | ||
| Ε | ε | έψιλον / ἒ ψιλόν, (εἶ) | Ρ | ρ | ϱ | ρο / ῥῶ | ||
| Ζ | ζ | ζήτα / ζῆτα | Σ | σ/ς | σίγμα / σῖγμα | |||
| Η | η | ήτα / ἦτα | Τ | τ | ταυ / ταῦ | |||
| Θ | θ | ϑ | θήτα / θῆτα | Υ | υ | ύψιλον / ὖ ψιλόν, (ὖ) | ||
| Ι | ι | γιώτα, ιώτα / ἰῶτα | Φ | φ | ϕ | φι / φεῖ, φῖ | ||
| Κ | κ | ϰ | κάπα / κάππα | Χ | χ | χι / χεῖ, χῖ | ||
| Λ | λ | λάμδα, λάμντα, λάβδα | Ψ | ψ | ψι / ψεῖ, ψῖ | |||
| Μ | μ | μι / μῦ | Ω | ω | ωμέγα / ὦ μέγα, (ὦ) | |||
| Παρωχημένα γράμματα | ||||||||
| Ϝ | ϝ | δίγαμμα | Ϻ | ϻ | σαν | |||
| Ϛ | ϛ | στίγμα | Ϸ | ϸ | σω | |||
| Ϡ | ϡ | σαμπί | Ͳ | ͳ | παλαιό σαμπί | |||
| Ϙ | ϙ | κόππα | Ϟ | ϟ | μεταγενέστερο κόππα | |||
| Ͱ | ͱ | ἧτα (δασυνόμενο) | Ϲ | ϲ | μηνοειδές σίγμα | |||
| Ϗ | ϗ | και | Ȣ | ȣ | ου | |||
| Ͷ | ͷ | παμφυλιακό δίγαμμα | ||||||
Ετυμολογία
- δίγαμμα (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δί- + αρχαία ελληνική γάμμα
Ουσιαστικό
δίγαμμα ουδέτερο άκλιτο
- (ελληνιστική κοινή) η ονομασία για το έκτο γράμμα του αρχαιότερου ελληνικού αλφαβήτου, που σταδιακά καταργήθηκε
- ※ 1ος αιώνας κε ⌘ Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς D.H. 1.20 το περιγράφει χωρίς να το κατονομάζει
- σύμβολα: Ϝ και ϝ
- → δείτε τις λέξεις βαυ και βαῦ: το waw ή wau με ήχο /w/ (μεταξύ γ και ου)
- δίγαμμον (εννοείται στοιχεῖον)
- δίγαμμος
Εκφράσεις
- δίγαμμα Αἰολικόν
- παμφυλιακό δίγαμμα σύμβολα ͷ Ͷ
-
digamma στην αγγλική Βικιπαίδεια

-
δίγαμμα στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- δίγαμμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.