δίγαμμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δίγαμμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίγαμμα[1] < αρχαία ελληνικά (δίς) δί- + γάμμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.ɣa.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δίγαμμα

Ουσιαστικό

δίγαμμα ουδέτερο άκλιτο

  • γράμμα του αρχαιότερου ελληνικού αλφαβήτου, που σταδιακά καταργήθηκε
    σύμβολα: Ϝ και ϝ
     δείτε τις λέξεις βαυ και βαῦ: το waw ή wau με ήχο /w/ (μεταξύ γ και ου)

  • παμφυλιακό δίγαμμα σύμβολα ͷ   Ͷ

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνικό αλφάβητο
 Α α   άλφα / ἄλφα Νν νι / νῦ
 Β β ϐ   βήτα / βῆτα Ξξ ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ
 Γγ γάμα / γάμμα Οο όμικρον /  μικρόν, (οὖ)
 Δδ δέλτα Ππϖ πι / πεῖ, πῖ
 Εε έψιλον /  ψιλόν, (εἶ) Ρρϱρο / ῥῶ
 Ζζ ζήτα / ζῆτα Σσ/ς σίγμα / σῖγμα
 Ηη ήτα / ἦτα Ττ ταυ / ταῦ
 Θθϑθήτα / θῆτα Υυ ύψιλον /  ψιλόν, ()
 Ιι γιώτα, ιώτα / ἰῶτα Φφϕφι / φεῖ, φῖ
 Κκϰκάπα / κάππα Χχ χι / χεῖ, χῖ
 Λλ λάμδα, λάμντα, λάβδα Ψψ ψι / ψεῖ, ψῖ
 Μμ μι / μῦ Ωω ωμέγα /  μέγα, ()
Παρωχημένα γράμματα
 Ϝϝ δίγαμμα  Ϻϻ σαν
 Ϛϛ στίγμα  Ϸϸ σω
 Ϡϡ σαμπί  Ͳͳ παλαιό σαμπί
 Ϙϙ κόππα  Ϟϟ μεταγενέστερο κόππα
 Ͱͱ ἧτα (δασυνόμενο)  Ϲ ϲ μηνοειδές σίγμα
 Ϗϗ και  Ȣȣ ου
 Ͷͷ παμφυλιακό δίγαμμα     

Ετυμολογία

δίγαμμα (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δί- + αρχαία ελληνική γάμμα

Ουσιαστικό

δίγαμμα ουδέτερο άκλιτο

  • (ελληνιστική κοινή) η ονομασία για το έκτο γράμμα του αρχαιότερου ελληνικού αλφαβήτου, που σταδιακά καταργήθηκε
      1ος αιώνας κε Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς D.H. 1.20 το περιγράφει χωρίς να το κατονομάζει
    ὥσπερ γάμμα διτταῖς ἐπὶ μίαν ὀρθὴν ἐπιζευγνύμενον ταῖς πλαγίοις, ὡς φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ.
    (τα παραδείγματα: Ἑλένη, ἄναξ ϝάναξ, οἶκος *Ϝοίκος, ἀήρ ἀϝήρ)
    σύμβολα: Ϝ και ϝ
     δείτε τις λέξεις βαυ και βαῦ: το waw ή wau με ήχο /w/ (μεταξύ γ και ου)

Εκφράσεις

  • δίγαμμα Αἰολικόν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.