ου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- ου < (ηχομιμητική λέξη). Δείτε και το ελληνιστικό επιφώνημα θαυμασμού οὐᾶ!
Προφορά
- ΔΦΑ : /u/ (συνήθως παρατεταμένο uuuu)
Επιφώνημα
ου!
- (έκφραση επιδοκιμασίας) πολύ, αμέ!
- —Σου αρέσει το κέικ που έφτιαξα; —Ουουου, αμέ!
- (έκφραση αποδοκιμασίας, σε γιουχάισμα)
- ↪ «ουουου!» φώναζε ο κόσμος. Και ο Γεώργιος Ράλλης απαντούσε: «Δεν θέλω ' ου '»
- (έκφραση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης)
Ετυμολογία 2
- ου < αρχαία ελληνική οὐ. Δείτε και ουκ (οὐκ), οὐχ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /u/
Μόριο
ου ή ουκ (αρνητικό μόριο)
Εκφράσεις
- και ναι και ου
- ναι ή ου;
- ου μπλέξεις
- → και δείτε τη λέξη ουκ
Μεταφράσεις
ου
|
→ δείτε τη λέξη όχι |
Ετυμολογία 4
- ου < → λείπει η ετυμολογία
Άρθρο
ου αρσενικό
- (ιδιωματικό) ο (άρθρο)
- ※ Μυαλό δέν ἔχουν, αὐτός οὑ κόσμους, θά πῶ, εἶπεν ἡ θειά τό Μαλαμώ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
Πηγές
- ου - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.