ειδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ειδικός | η | ειδική | το | ειδικό |
| γενική | του | ειδικού | της | ειδικής | του | ειδικού |
| αιτιατική | τον | ειδικό | την | ειδική | το | ειδικό |
| κλητική | ειδικέ | ειδική | ειδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ειδικοί | οι | ειδικές | τα | ειδικά |
| γενική | των | ειδικών | των | ειδικών | των | ειδικών |
| αιτιατική | τους | ειδικούς | τις | ειδικές | τα | ειδικά |
| κλητική | ειδικοί | ειδικές | ειδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ειδικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰδικός < εἶδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wéydos < *weyd- (βλέπω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐δι‐κός
- ομόηχο: ιδικός
Επίθετο
ειδικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, πράγμα ή είδος
- που έχει εξειδικευμένες γνώσεις και μεγάλη εμπειρία σε έναν τομέα, που τον κατέχει σε βάθος
- ειδικοί επιστήμονες εξετάζουν τη βλάβη του αντιδραστήρα
- και ως ουσιαστικό
- θα ασχοληθούν με το θέμα οι ειδικοί
- (γραμματική) ειδικοί σύνδεσμοι: οι σύνδεσμοι ότι και πως οι οποίοι εισάγουν δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που συμπληρώνουν το νόημα ρημάτων λεκτικών, γνωστικών, αισθήσεως, γνώμης, φόβου κλπ
- ειδικές προτάσεις: οι προτάσεις που εισάγονται με αυτούς τους συνδέσμους
- ειδικό απαρέμφατο: το απαρέμφατο της αρχαίας ελληνικής που μεταφράζεται στα νέα ελληνικά με ειδική πρόταση
Συγγενικά
- ανειδίκευτος
- ειδικά
- ειδίκευση
- ειδικεύω
- ειδικότητα
- ειδικώς
- εξειδίκευση
- εξειδικεύω
- → δείτε τη λέξη είδος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.