ταυ
Νέα ελληνικά (el)

ένα ταυ (3) με σταθερό βραχίονα και ένα με κινητό
Ετυμολογία
- ταυ < αρχαία ελληνική ταῦ
Προφορά
- ΔΦΑ : /taf/
Ουσιαστικό
ταυ ουδέτερο άκλιτο
- Το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (τ, κεφαλαίο: Τ). (Ν.Ελληνικής)
- ο αριθμός 300 αν έχει τον τόνο δεξιά (Τ'), 300.000 αν τον έχει αριστερά ('Τ). Χωρίς τόνο, εννοείται ο αριθμός 19
- είδος φορητού παραλληλογράφου, εργαλείο σχεδιασμού που χρησιμοποιείται στο γραμμικό σχέδιο για το σχεδιασμό παραλλήλων και έχει σχήμα αντίστοιχο του κεφαλαίου ταυ (1) με κινητό ή σταθερό το ένα τμήμα του
- ≈ συνώνυμα: κανών ἡμισταυροῦχος (καθαρεύουσα)
- ειδική υποδοχή για να συνδεθούν δύο και περισσότερα φις (ρευματολήπτες) σε μία πρίζα
- εξάρτημα με τρεις υποδοχές που χρησιμεύει για να δημιουργηθεί διακλάδωση σε σωλήνα
- τακτική στη ναυμαχία με στρατηγική να παρασύρει τον εχθρό στην ουρά του Τ
- εργαλείο καθαρισμού τζαμιών / πατωμάτων (ρακλέτα)
Συνώνυμα
- ταφ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.