σαμπί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σαμπί < (ελληνιστική κοινή) ὡς ἄν πῖ (σαν το γράμμα πι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /samˈbi/
Ουσιαστικό
σαμπί ουδέτερο άκλιτο και σανπί
- oνομασία του αρχαϊκου γράμματος (Ϡ καιϡ) του ελληνικού αλφαβήτου. Χρησιμοποιείται πλέον, μόνο ως αριθμητικό σύμβολο Ϡ'= 900
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.