ιδιότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιδιότητα | οι | ιδιότητες |
| γενική | της | ιδιότητας | των | ιδιοτήτων |
| αιτιατική | την | ιδιότητα | τις | ιδιότητες |
| κλητική | ιδιότητα | ιδιότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰδιότης από την αιτιατική «τὴν ἰδιότητα»
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðiˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
ιδιότητα θηλυκό
- (μαθηματικά) ιδιότητες των αριθμών, των σχημάτων κλπ.
- ↪ στο σύνταγμα η ιδιότητα του βουλευτή παρέχει δικαστική ασυλία
- χαρακτηριστικό, γνώρισμα μιας κατηγορίας προσώπων ή πραγμάτων ή ενός μεμονωμένου ατόμου και κατάστασης
- ↪ η ιδιότητα του μαθητή, του καθηγητή, του φοιτητή, του ενοικιαστή, του ιδιοκτήτη ακινήτου κ.ο.κ.
- ↪ η ιδιότητα της ελαστικότητας, του φθόνου, της φιλομάθειας, της αγωγιμότητας κ.ο.κ.
- η κατάσταση του να ανήκει κάποιος σε ένα σύνολο ή να έχει κάποια θέση που να του δίνει υποχρεώσεις ή/και δικαιώματα
- ↪ η ιδιότητα του διαχειριστή αποδίδεται στο Βικιλεξικό μετά από ψηφοφορία
- (βάσεις δεδομένων) συνώνυμο του γνώρισμα
Μεταφράσεις
χαρακτηριστικό, γνώρισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.