νι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νι < αρχαιοελληνικό νῦ

Ουσιαστικό

νι ουδέτερο άκλιτο

  1. το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (ν, κεφαλαίο: Ν)
  2. νύγμα (σημάδι που βάζουμε δίπλα σε ένα στοιχείο καταλόγου το οποίο έχει εξελεγχθεί)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.